εμβρόντητος

εμβρόντητος
-η, -ο (AM ἐμβρόντητος, -ον)
κατάπληκτος, σαστισμένος σαν να τόν χτύπησε κεραυνός
αρχ.
1. κεραυνόπληκτος, χτυπημένος από κεραυνό
2. τρελός
3. (για ιδέα) παράλογος
4. βλάκας, ανίκανος για οποιαδήποτε αντίδραση («ἠλιθίους και ἐμβρόντητους»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐμβρόντητος — thunderstruck masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμβρόντητος, -η — ο που σαν να χτυπήθηκε από κεραυνό, κατάπληκτος, αποσβολωμένος, σαστισμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμβρόντητον — ἐμβρόντητος thunderstruck masc/fem acc sg ἐμβρόντητος thunderstruck neut nom/voc/acc sg ἐμβροντάομαι pres imperat act 2nd dual ἐμβροντάομαι pres ind act 3rd dual ἐμβροντάομαι pres ind act 2nd dual ἐμβροντάομαι imperf ind act 2nd dual (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβροντήτοις — ἐμβρόντητος thunderstruck masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβροντήτου — ἐμβρόντητος thunderstruck masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβροντήτους — ἐμβρόντητος thunderstruck masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβροντήτων — ἐμβρόντητος thunderstruck masc/fem/neut gen pl ἐμβροντάομαι pres imperat act 3rd pl (doric) ἐμβροντάομαι pres imperat act 3rd dual (doric) ἐμβροντάομαι pres imperat act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἐμβροντάομαι pres imperat act 3rd dual (epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβρόντητα — ἐμβρόντητος thunderstruck neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβρόντητε — ἐμβρόντητος thunderstruck masc/fem voc sg ἐμβροντάομαι pres imperat act 2nd pl ἐμβροντάομαι pres ind act 2nd pl ἐμβροντάομαι imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) ἐμβροντάω dumbfounder pres imperat act 2nd pl ἐμβροντάω dumbfounder pres ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβρόντητοι — ἐμβρόντητος thunderstruck masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”